θαλασσογενής

From LSJ
Revision as of 21:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσογενής Medium diacritics: θαλασσογενής Low diacritics: θαλασσογενής Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: thalassogenḗs Transliteration B: thalassogenēs Transliteration C: thalassogenis Beta Code: qalassogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι)    A sea-born, κήρυκες Archestr.Fr.56.7.

German (Pape)

[Seite 1182] ές, aus dem Meere geboren, Archestr. bei Ath. III, 92 e.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσογενής: -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε.

Greek Monolingual

-ές (Α θαλασσογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη θάλασσα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχηματιστεί με την επενέργεια του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ενδο-γενής, ομο-γενής].