μετριασμός

From LSJ
Revision as of 12:21, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριασμός Medium diacritics: μετριασμός Low diacritics: μετριασμός Capitals: ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: metriasmós Transliteration B: metriasmos Transliteration C: metriasmos Beta Code: metriasmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A jesting, κατὰ μετριασμόν in jest, Suid. s.v. ἀκρισία.

German (Pape)

[Seite 162] ὁ, die Mäßigung, Mittelmäßigkeit, Suid. v. ἀκρισία.

Greek (Liddell-Scott)

μετριασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. ἀκρισία.

Greek Monolingual

ο (Α μετριασμός) μετριάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετριάζω η ελάττωση της οξύτητας ή της έντασης, περιστολή, περιορισμόςμετριασμός της ποινής»)
νεοελλ.
μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση
αρχ.
χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό.