παμβασιλεύς

From LSJ
Revision as of 14:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμβᾰσῐλεύς Medium diacritics: παμβασιλεύς Low diacritics: παμβασιλεύς Capitals: ΠΑΜΒΑΣΙΛΕΥΣ
Transliteration A: pambasileús Transliteration B: pambasileus Transliteration C: pamvasileys Beta Code: pambasileu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,    A absolute monarch, Alc.5, LXXSi.50.15 (17); of Hadrian, Epigr.Gr. 990.3 (Balbilla).

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig; Arist. pol. 1, 3; Orph. H. 72, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παμβᾰσιλεύς: -έως, ὁ, ἀπόλυτος μονάρχης, παμβασιλῆϊ (Κρονίδῃ) Ἀλκαίου Ἀποσπ. 5, 4, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 2, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 18)· Αἰολ. αἰτ. -βασιλῆα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4724. 6.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
roi du monde entier, roi absolu.
Étymologie: πᾶν, βασιλεύς.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ παμβασιλεύς, -έως)
προσωνυμία του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῑ», ΠΔ.)
(μνσ.-αρχ.) ο απόλυτος μονάρχης, ο βασιλεύς όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + βασιλεύς.

Greek Monotonic

παμβᾰσῐλεύς: -έως, ὁ, απόλυτος μονάρχης, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμβασιλεύς -έως, ὁ [πᾶς, βασιλεύς] almachtige koning.

Russian (Dvoretsky)

παμβᾰσῐλεύς: έως ὁ самодержавный царь, неограниченный владыка Arst.

Middle Liddell

παμ-βᾰσῐλεύς, έως, ὁ,
an absolute monarch, Arist.