περίαμμα

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίαμμα Medium diacritics: περίαμμα Low diacritics: περίαμμα Capitals: ΠΕΡΙΑΜΜΑ
Transliteration A: períamma Transliteration B: periamma Transliteration C: periamma Beta Code: peri/amma

English (LSJ)

ατος, τό, (περιάπτω)    A anything worn about the body, amulet, Plb.33.17.2, D.S.5.64, Dsc.5.141, AP11.257 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 568] τό, alles Um- oder Angehängte u. so Getragene, Amulet, oder sympathetische Mittel, die, am Leibe getragen, helfen sollen; Pol. frg. 63; D. Sic. 5, 65; Lucill. 37 (XI, 257).

Greek (Liddell-Scott)

περίαμμα: τό, (περιάπτω) περίαπτον, φυλακτήριον, φυλακτόν, Πολυβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 63, Διόδ. 5. 64, Ἀνθ. Π. 11. 257.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on attache autour de son cou, particul. amulette, talisman.
Étymologie: περιάπτω.

Spanish

amuleto, texto escrito en un amuleto

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ περιάπτω
περίαπτο, φυλαχτό («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῡν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῦ θεοῡ, καὶ περίαμμα ποιεῑν», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «περίαμμα προβόλου»
ναυτ. ο από συρματόσχοινο ή αλυσίδα τροπός, δηλαδή δακτύλιος, που περιβάλλει τον πρόβολο σκάφους, ιδίως ιστιοφόρου, μέσα από τον οποίο διέρχονται μερικές φορές οι πρότονοι του ακάτιου ιστού, κν. σκουλαρίκι του μπομπρέσου.

Greek Monotonic

περίαμμα: -ατος, τό (περιάπτω), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον, περίαπτο, φυλαχτό, βασκάνιο, χαϊμαλί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

περίαμμα: ατος τό (носимый на теле) амулет Polyb., Diod., Anth.

Middle Liddell

περίαμμα, ατος, τό, περιάπτω
anything worn about one, an amulet, Anth.