πυκιμηδής
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ές, (πύκα, μῆδος) A of close or cautious mind, shrewd, Od. 1.438: also written parox. πυκιμήδης, h.Cer.153, Q.S.7.189.
German (Pape)
[Seite 815] ές, oder -μήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.
English (Autenrieth)
ές (μῆδος): deep-counselled, Od. 1.438†.
Greek Monolingual
-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι- (βλ. λ. πυκνός) + -μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ-μηδής].
Greek Monotonic
πῠκῐμηδής: -ές (πύκα, μῆδος), αυτός που έχει συνετό και συγκροτημένο νου, έξυπνος, σώφρων, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυκιμηδής of πυκιμήδης -ες [πύκα, μῆδος] verstandig, met degelijk inzicht.
Middle Liddell
πῠκῐ-μηδής, ές πύκα, μῆδος
of close or cautious mind, shrewd, Hom.