πυροκλοπία
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ, A theft of fire, AP6.100 (Crin., v.l. πυρι-).
German (Pape)
[Seite 823] ἡ, das Feuerstehlen des Prometheus, Ep. ad. 123 (VI, 100, Crinag.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠροκλοπία: ἡ, κλοπὴ τοῦ πυρός, Ἀνθ. Π. 6. 100.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de dérober le feu du ciel.
Étymologie: πῦρ, κλέπτω.
Greek Monolingual
και πυρικλοπία, ἡ, Α
(σχετικά με τον Προμηθέα) η κλοπή της φωτιάς («οἷα Προμηθείης μνῆμα πυροκλοπίης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -κλοπία (< -κλοπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο-κλοπία].
Greek Monotonic
πῠροκλοπία: ἡ (κλοπή), κλοπή της φωτιάς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠροκλοπία: ἡ похищение огня Anth.