σπλαγχνικός

From LSJ
Revision as of 22:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπλαγχνικός Medium diacritics: σπλαγχνικός Low diacritics: σπλαγχνικός Capitals: ΣΠΛΑΓΧΝΙΚΟΣ
Transliteration A: splanchnikós Transliteration B: splanchnikos Transliteration C: splagchnikos Beta Code: splagxniko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for the bowels, φάρμακα Dsc.1.68.3.    II metaph., tender, ἔρως PMag.Osl. 1.149.

German (Pape)

[Seite 922] von den Eingeweiden, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σπλαγχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς τὰ σπλάγχνα, φάρμακα Διοσκ. 1. 81.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπλαγχνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.)
νεοελλ.
1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας»)
2. (για λόγους) καλοπροαίρετος, φιλόφρονας
3. (ανατ.-φυσιολ.) (για σχηματισμό ή λειτουργία) αυτός που έχει σχέση με τα σπλάγχνα
4. φρ. α) «σπλαγχνικά νεύρα» ανατ. οι δύο κλάδοι της θωρακικής μοίρας που εκπορεύονται από τα γάγγλια του συμπαθητικού στελέχους, το μείζον και το έλασσον, και συνδέουν τον νωτιαίο μυελό με τα σπλάγχνα
β) «σπλαγχνικές κοιλότητες»
ανατ. οι μεγάλες κοιλότητες του σώματος, του κρανίου, του θώρακα, της κοιλιάς και της πυέλου
γ) «σπλαγχνική αίσθηση»
βιολ. το σύνολο τών ιδιοδεκτικών ερεθισμάτων που προέρχονται από τα σπλάγχνα και άγονται από ιδιαίτερες ίνες οι οποίες πορεύονται σε διακλαδώσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ανέρχονται γύρω από τον κεντρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού και καταλήγουν στον υποθάλαμο του εγκεφάλου
δ) «σπλαγχνικό κρανίο»
ανατ. το σπλαγχνοκράνιο
ε) «σπλαγχνικός σκελετός»
ζωολ. ο σκελετός του στόματος μαζί με τα βραγχιακά φατνία
αρχ.
μτφ. τρυφερός («σπλαγχνικὸς ἔρως», πάπ.).