στιχοπλόκος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ, (πλέκω) A versifier, condemned by Thom.Mag.p.189 R.
Greek (Liddell-Scott)
στῐχοπλόκος: ὁ, (πλέκω) ὁ πλέκων στίχους, στιχογράφος στιχουργός· λέξις κακόζηλος κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων ἐργάτης· - στιχοπλοκέω, συντίθημι στίχους, Βυζ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
νεοελλ.
(με ειρωνική σημ.) ποιητής που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, ασήμαντος ποιητής
μσν.
αυτός που πλέκει στίχους, στιχουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος.