ταπεινότης

From LSJ
Revision as of 08:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπεινότης Medium diacritics: ταπεινότης Low diacritics: ταπεινότης Capitals: ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΣ
Transliteration A: tapeinótēs Transliteration B: tapeinotēs Transliteration C: tapeinotis Beta Code: tapeino/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A lowness of position, etc., ταπεινότητος εἵνεκα Hdt.4.22; τ. τῆς χώρας D.S.1.31; τῆς μήτρας Placit.5.14.2.    2 of condition, low estate, abasement, Th.7.75; εἰς τοσαύτην τ. καταστῆσαι Isoc.4.118, cf. D.10.74, Men.531.12, LXX Si.13.20, Phld.D.1.11.    3 lowness of spirits, dejection, σιωπήν τε καὶ τ. X.HG3.5.21.    4 in moral sense, baseness, vileness, Pl.Plt.309a; joined with μικροψυχία, Arist.Rh.1384a4.    5 of style, meanness, Quint. Inst.8.3.48.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινότης: -ητος, ἡ, χαμηλότης, ταπεινότητος εἵνεκα Ἡρόδ. 4. 22· τ. τῆς χώρας Διόδ. 1. 31. 2) ἐπὶ καταστάσεως, ταπεινὴ κατάστασις, εὐτέλεια, Θουκ. 7. 75· εἰς τοσαύτην τ. καθιστάναι Ἰσοκρ. 65Β. 3) κατάπτωσις τῆς διαθέσεως, ἀθυμία, σιωπήν τε καὶ τ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 21. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, χαμέρπεια, ἀθλιότης, Πλάτ. Πολιτ. 309Α· ἡνωμένον μετὰ τοῦ μικροψυχία, Ἀριστ. Ρητορ. 2, 6, 10· μετὰ τοῦ ἀδοξία, Δημ. 151. 9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 manque d’élévation, particul. petite taille;
2 p. anal. basse condition, humilité;
3 en mauv. part bassesse de caractère, de sentiments.
Étymologie: ταπεινός.

Greek Monotonic

τᾰπεινότης: -ητος, ἡ,
1. χαμηλότητα αναστήματος, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για κατάσταση, ταπεινή κατάσταση, εξευτελισμός, σε Θουκ., Ισοκρ.
3. κατάπτωση διάθεσης, αθυμία, σε Ξεν.
4. με ηθική σημασία, χαμέρπεια, αχρειότητα, ευτέλεια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰπεινότης: ητος ἡ
1) низкий рост, малорослость (sc. τοῦ ἵππου Her.);
2) низменность (τῆς χώρας Diod.);
3) упадок, падение, унижение (ἐς ταπεινότητα ἀφικνεῖσθαι Thuc.);
4) подавленность, уныние (πολλὴ σιωπὴ καὶ τ. Xen.);
5) низость (τ. καὶ μικροψυχία Arst.).

Middle Liddell

τᾰπεινότης, ητος, ἡ, [from τᾰπεινός]
1. lowness of stature, Hdt.
2. of condition, low estate, abasement, Thuc., Isocr.
3. lowness of spirits, dejection, Xen.
4. in moral sense, baseness, vileness, Plat.

English (Woodhouse)

baseness, humility, of degree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)