χαριτία
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ἡ, A jest, joke, X.Cyr.2.2.13.
German (Pape)
[Seite 1339] ἡ, Scherz, Spaß, Xen. Cyr. 2, 2,13.
Greek (Liddell-Scott)
χαρῐτία: ἡ, ἀστειότης, χαριεντισμός, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne grâce, enjouement.
Étymologie: χάρις.
Greek Monolingual
ἡ, Α χάρις, -ιτος]
χαριεντισμός, πείραγμα.
Greek Monotonic
χαρῐτία: ἡ, χαριεντισμός, αστείο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χᾰρῐτία: ἡ шутка, острота Xen.