ἀθυρόγλωττος

From LSJ
Revision as of 11:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῠρόγλωττος Medium diacritics: ἀθυρόγλωττος Low diacritics: αθυρόγλωττος Capitals: ΑΘΥΡΟΓΛΩΤΤΟΣ
Transliteration A: athyróglōttos Transliteration B: athyroglōttos Transliteration C: athyroglottos Beta Code: a)quro/glwttos

English (LSJ)

ον,    A one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (-γλωσσος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.

Greek Monotonic

ἀθῠρόγλωττος: -ον (θύρα, γλῶττα), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, πολυλογάς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῠρόγλωττος: невоздержанный (дерзкий) на язык (ἀνήρ Eur.).

Middle Liddell

θύρα, γλῶττα
one that cannot keep his mouth shut, a ceaseless babbler, Eur.