ἀναλογιστικός

From LSJ
Revision as of 13:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλογιστικός Medium diacritics: ἀναλογιστικός Low diacritics: αναλογιστικός Capitals: ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: analogistikós Transliteration B: analogistikos Transliteration C: analogistikos Beta Code: a)nalogistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A judging by analogy, analogical, S.E.M.11.250; ἡ -κὴ τέχνη ib. 1.214.    2 of knowledge, etc., reflective, Phld.Herc.1003. Adv. -κῶς ibid.    II teaching analogy, γραμματικοί S.E.M.2.59; αἵρεσις -κή, of the Rational or Dogmatic school of physicians, opp. ἐπιλογιστική (the Empirics), Gal.1.65; analogisticus sermo Id.Subf.Emp.8p.52Bonnet. Adv. -κῶς S.E.M.3.40, Gal.18(2).346.

German (Pape)

[Seite 196] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογιστικός: -ή, -όν, ὁ κρίνων ἐξ ἀναλογίας, ἀναλογικός, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 250· ἡ -κὴ τέχνη αὐτόθι 1. 214. ΙΙ. ὁ διδάσκων ἀναλογίαν, γραμματικοὶ αὐτόθι 2. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς αὐτόθι 3. 40.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I adj.
1 fil. y cien. analógico de un tipo de conocimiento διάληψις Epicur.Fr.[31] 16.23, τεκμήρια Epicur.Fr.[26] 28.6, κατὰ τὴν ... ἀναλογιστικὴν μετάβασιν por inferencia analógica op. al conocimiento empírico, S.E.M.11.250, αἵρεσις ἀναλογιστική escuela lógica, dogmática o analógica op. αἵρεσις ἐμπειρική Gal.1.65, λόγος ἀναλογιστικός op. λόγος ἐπιλογιστικός Gal.Subf.Emp.8 (p.68.26)
gram. analogista, que aplica la analogía gramatical πρὸς τοὺς ἀναλογιστικοὺς τῶν γραμματικῶν respecto a los gramáticos analogistas S.E.M.2.59.
2 reflexivo del conocimiento, Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.
II adv. -ῶς
1 analógicamente, por conocimiento analógico S.E.M.3.40, Gal.18(2).346, Clem.Al.Strom.8.9.32.
2 reflexivamente Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναλογιστικός, -ή, -όν)
αυτός που κρίνει κατ’ αναλογία
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' αναλογία
αρχ.
1. (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη γλώσσα και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα
2. το θηλ. ως ουσ. η αναλογιστική
η τέχνη του να κρίνει κανείς αναλογικά
3. ο στοχαστικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλογιστικός:
1) построенный по аналогии, аналогизирующий (μετάβασις Sext.);
2) пользующийся аналогией: οἱ ἀναλογιστικοὶ τῶν γραμματικῶν Sext. грамматики-аналогисты.