ἀπαιτίζω

From LSJ
Revision as of 14:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτίζω Medium diacritics: ἀπαιτίζω Low diacritics: απαιτίζω Capitals: ΑΠΑΙΤΙΖΩ
Transliteration A: apaitízō Transliteration B: apaitizō Transliteration C: apaitizo Beta Code: a)paiti/zw

English (LSJ)

   A = ἀπαιτέω, demand back, of things forcibly taken away, χρήματα Od.2.78, cf. Call.Fr.178; simply, demand, τινά τι Nonn.D.42.382, cf. Opp.H.5.443.

German (Pape)

[Seite 275] = ἀπαιτέω, zurückfordern, unrechtmäßig entzogenes Gut, Od. 2, 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτίζω: μέλλ. -ίσω = ἀπαιτέω, ζητῶ ὀπίσω, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθέντων, χρήματα Ὀδ. Β. 78· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νόνν. Δ. 42. 382.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπαιτέω.

English (Autenrieth)

reclaim, Od. 2.78†.

Spanish (DGE)

exigir la devolución de χρήματα Od.2.78, ἑὴν εὐεργέα λάκτιν Call.Fr.286
pedir, reclamar ποινήν Nonn.D.29.316
c. ac. de pers. y de cosa ποινὴν ἀπρήκτου φιλότητος ἀπαιτίζουσι γυναῖκας Nonn.D.42.382.

Greek Monolingual

ἀπαιτίζω (Α)
απαιτώ, ζητώ να μου επιστραφεί κάτι που μου πήραν με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιτίζω, επικ. τ. του αιτώ].

Greek Monotonic

ἀπαιτίζω: μόνον στη μτχ. ενεστ., = ἀπαιτέω, απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι, χρήματα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιτίζω: Hom. = ἀπαιτέω.

Middle Liddell


only in pres. part., = ἀπαιτέω, to demand back, χρήματα Od.