ἀσυνάρμοστος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A unfitting, unsuitable, Plu.2.709b; τὸ ἀ. incongruity, S.E. P.1.43.
German (Pape)
[Seite 380] = folgdm, Plut. Symp. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάρμοστος: -ον, ὁ μὴ συναρμοζόμενος, ἀκατάλληλος, Πλούτ. 2. 709Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incompatible.
Étymologie: ἀ, συναρμόζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene conexión τὸ κῶλον Sch.Ar.Au.1377Wh.
2 fig. de pers. incompatible ἀσύμφυλοι καὶ ἀσυνάρμοστοι Plu.2.709b
•subst. τὸ ἀ. incompatibilidad S.E.P.1.43, AB 378.31.
Greek Monolingual
ἀσυνάρμοστος, -ον (Α) συναρμόζω
1. ανάρμοστος, αταίριαστος
2. το ουδ. ως ουσ. «το ασυνάρμοστον» — η ασυμφωνία, η δυσαρμονία.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνάρμοστος: несовместимый, непримиримый Plut.