ἠθμοειδής

From LSJ
Revision as of 23:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθμοειδής Medium diacritics: ἠθμοειδής Low diacritics: ηθμοειδής Capitals: ΗΘΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ēthmoeidḗs Transliteration B: ēthmoeidēs Transliteration C: ithmoeidis Beta Code: h)qmoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A like a strainer, perforated, Hero Spir.1.8, Plu.2.699a; κοιλίαι Aret.SD2.3.    II τὸ ἠ. ὀστοῦν the ethmoid or perforated bone at the root of the nose, Gal.UP11.12: more freq. in pl., τὰ -ειδῆ, with or without ὀστᾶ, ib.8.7; ἠ. δεξαμεναί, of the kidneys, prob. in Ph.2.244 (αἱμο-, ἰσθμο- codd., cf. Gal.Nat.Fac.1.15). Adv. -δῶς Ruf.Anat.52.

German (Pape)

[Seite 1156] ές, nach Art eines Durchschlages oder Seihtuches, porös, ὀστοῦν, Poll. 4, 204; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἠθμόν, διυλιστήριον, τρυπητόν, Πλούτ. 2. 699Α. ΙΙ. τὸ ἠθ. ὀστοῦν, τὸ πλῆρες πόρων, ὡς ὁ σπόγγος, ὀστοῦν τὸ κατὰ τὴν ῥίζαν τῆς ῥινός, δι’ οὗ διέρχονται αἱ ἐκκρίσεις αὐτῆς, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
pareil à un crible, percé comme un crible.
Étymologie: ἠθμός, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (AM ἠθμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης
νεοελλ.
φρ. ανατ.
1. «ηθμοειδές οστό» — μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων
2. «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες
3. «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες.
επίρρ...
ἠθμοειδώς (Α)
με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ακανθο-ειδής, σφαιρο-ειδής. Η λ. ως ανατομικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ethmoid (bone) < ηθμοειδής].

Russian (Dvoretsky)

ἠθμοειδής: ситовидный, решетчатый (πλεύμων Plut.).