ῥάκιον

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάκιον Medium diacritics: ῥάκιον Low diacritics: ράκιον Capitals: ΡΑΚΙΟΝ
Transliteration A: rhákion Transliteration B: rhakion Transliteration C: rakion Beta Code: r(a/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of ῥάκος, mostly in pl.,    A rags, Ar.Ach.412, V.128, al.: in sg., ῥάκιόν τι τοῦ παλαιοῦ δράματος Id.Ach.415; of a tattered flag, Them.Or.16.210b. [ῥᾱκ- in BCH51.326 (Athens), pl.]

German (Pape)

[Seite 833] τό, dim. von ῥάκος; Ar. Ach. 387 Vesp. 128 u. öfter; Luc. D. mort. 1, 2 Gall. 26 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάκιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ῥάκος, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ῥάκι’ ἐκ τραγῳδίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 412, Σφ. 128, κ. ἀλλ.· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, ῥάκιόν τι τοῦ παλαιοῦ δράματος Ἀχ. 415.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
loque, haillon.
Étymologie: dim. de ῥάκος.

Greek Monolingual

τὸ, Α ῥάκος
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρό ράκος, κουρελάκι
2. πιθ. επίδεσμος από κουρέλι
3. σημαία από κουρέλια.

Greek Monotonic

ῥάκιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ῥάκος, κουρέλι· κενός, κυρίως, στον πληθ., ῥάκια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥάκιον: (ᾰ) τό [demin. к ῥάκος
1) (преимущ. pl.) лохмотья Arph.;
2) перен. лоскут, обрывок, клок (ῥ. τι τοῦ δράματος Arph.).

Middle Liddell

ῥά˘κιον, ου, τό, [Dim. of ῥάκος
a rag, in pl. rags, Ar.