Κωπαΐς

From LSJ
Revision as of 19:01, 24 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Middle Liddell


1. of or near Copae (in Boeotia), ἡ Κωπαΐς λίμνη lake Copais Strab.
2. ἐγχέλεις Κωπαΐδες eels from lake Copais, Ar.

Greek (Liddell-Scott)

Κωπαΐς: ΐδος, συνῃρ. Κωπᾷς, ᾷδος, ἡ, ἐκ Κωπῶν ἢ παρὰ τὰς Κώπας (πόλιν τῆς Βοιωτίας), ἡ Κ. λίμνη Στράβ. 410, κ. ἀλλ. 2) ἐγχέλεις Κωπαΐδες, ἐκ τῆς Κωπαΐδος λίμνης, αἵτινες καὶ ὀνομασταὶ ἦσαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 880, Κωπᾷδ’ ἔγχελυν αὐτόθι 962· καὶ ἄνευ τοῦ οὐσιαστ., Κωπᾴδων σπυρίδας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1005· Κωπᾴδων ἁπαλῶν τεμάχη Στράττ. ἐν «Φιλοκτήτῃ» 1, κλ.

Greek Monotonic

Κωπαΐς: -αΐδος, συνηρ. Κωπᾷς, -ᾷδος, ,
1. αυτός που ανήκει ή είναι κοντά στην Κωπαΐδα (στην Βοιωτία), ἡ. Κ. λίμνη, η λίμνη Κωπαΐδα, σε Στράβ.
2. ἐγχέλεις Κωπαΐδες, χέλια από τη λίμνη της Κωπαΐδας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κωπαΐς: ΐδος adj. f копаидский: Κωπαῒς ἔγχελυς Arph. копаидский угорь (весьма ценившийся).
ΐδος ἡ
1) (sc. λίμνη) Копаида (озеро в Беотии) Her. etc.;
2) (sc. ἔγχελυς) копаидский угорь Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κωπαΐς -ΐδος [Κῶπαι] gen. ook Κωπᾷδος, acc. Κωπᾷδα, gen. plur. Κωπᾴδων, van Copae (in Boeotië):; ἡ Κ. λίμνη het Copaïsche meer Hdt. 8.135.1; Κωπαῒς ἔγχελυς, ook subst. ἡ Κ. aal uit het Copaïsche meer.