δέψω

From LSJ
Revision as of 21:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέψω Medium diacritics: δέψω Low diacritics: δέψω Capitals: ΔΕΨΩ
Transliteration A: dépsō Transliteration B: depsō Transliteration C: depso Beta Code: de/yw

English (LSJ)

aor. ἐδέψησα, A work or knead a thing till it is soft, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Od.12.48; δέψει χερσὶ [τὸ δέρμα] Hdt.4.64.

German (Pape)

[Seite 555] dasselbe, gerben, Her. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

δέψω: ἀόρ. (ὡς ἐκ ῥήμ. δεψέω)· - Λατ. depso (πρβλ. δέφω), κατεργάζομαι, μαλάσσω, ποιῶ τι μαλακόν, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Ὀδ. Μ. 48· δέψει χερσὶ τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· πρβλ. σκυλοδέψης.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et part. ao. δεψήσας;
amollir, assouplir.
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.

English (Autenrieth)

aor. part. δεψήσᾶς: knead (to soften), Od. 12.48†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. δεψήσας Od.12.48]
1 dar forma ablandando κηρόν Od.l.c., cf. Cat.Agr.76, 90, tb. en v. med., fig. χείρ ἐστιν ἡ δεψαμένη σε θεοῦ la mano de Dios es la que te modela Gr.Nyss.Hom.creat.45.9
prensar con los pies Phot.Bibl.449b27.
2 curtir (τὸ δέρμα) δέψει τῇσι χερσί Hdt.4.64, ῥινοὺς ... βοῶν δέψοντες Philostr.Gym.10, cf. Cat.Agr.135.3.
3 obs. manosear, sobar Varro Sat.Men.331, Cic.Fam.9.22.4.

• Etimología: Cf. δέφω.

Greek Monolingual

δέψω (Α)
κατεργάζομαι, μαλάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέφω.

Greek Monotonic

δέψω: αόρ. αʹ ἐδέψησα, όπως αν προερχόταν από δεψέω (δέφω), κατεργάζομαι ή μαλάσσω ένα πράγμα μέχρι να μαλακώσει· κηρὸν δεψήσας, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ δέρμα, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέψω [~ δέφω] kneden.

Russian (Dvoretsky)

δέψω: мять, разминать, размягчать (κῆρον δεψήσας Hom.; τὸ δέρμα χερσί Her.).

Frisk Etymological English

See also: s. δέφω

Middle Liddell

δέφω
to work or knead a thing till it is soft, κηρὸν δεψήσας Od.; δέψει τὸ δέρμα Hdt.