δάρατος

From LSJ
Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάρατος Medium diacritics: δάρατος Low diacritics: δάρατος Capitals: ΔΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dáratos Transliteration B: daratos Transliteration C: daratos Beta Code: da/ratos

English (LSJ)

ὁ, a Thessalian kind of A bread, Maced. δράμις, Seleuc. ap. Ath.3.114b: neut. δάρατον, τό, prob. in IG9(2).1202 (Coropa, vi/v B.C.). II unleavened bread, Nic.Fr.184:—also fem. pl. δαράται, αἱ, cakes offered at marriage and registration ceremonies by a φρατρία, Michel995A5, al. (Delph., v/iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 523] ὁ, = ἄρτος ἄζυμος, Ath. III, 110 d.

Greek (Liddell-Scott)

δάρατος: ὁ, εἶδος Θεσσαλικοῦ ἄρτου, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pain thessalien non levé qui ressemble à δράμις.
Étymologie: DELG mot dialectal technique et rituel, sans étym. ; cf. δαράται.

Greek Monolingual

δάρατος, ο (Α)
1. είδος ψωμιού στη Θεσσαλία
2. (το ουδ.) δάρατον, το
ψωμί ζυμωμένο χωρίς προζύμι
3. (το θηλ. στον πληθ.) δαράται
γλυκίσματα που προσφέρονται στις τελετές του γάμου ή της καταγραφής τών παιδιών από τη φατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. διαλεκτική της τεχνικής και τελετουργικής ορολογίας].