έζομαι

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

ἕζομαι 1. κάθομαι
2. σταματώ, μένω σ' έναν τόπο
3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη
4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< sed-jo-mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sed «καθίζω, παίρνω θέση, κάθομαι». Ο παρατατικός εζόμην (αντί ειζόμην), που λειτουργεί και ως αόριστος, σχηματίζεται με τη μηδενισμένη (sd-) βαθμίδα της ρίζας sed- είτε με αναδιπλασιασμό (se-sd- πρβλ. αβεστ. ha-zd-yāt) είτε με αύξηση (e-sd-), οπότε η δάσυνση είναι αναλογική. Ο μεταβιβαστικός θεματικός ενεστώτας ίζω προήλθε από si-sd-ō (πρβλ. λατ. sīdō, ουμβρ. sistu, αρχ. ινδ. sīdati). To έζομαι «είμαι καθισμένος» και το μεταβιβαστικό ίζω «καθίζω κάποιον», που συνήθως απαντούν ως σύνθετα με την πρόθεση κατά, αντιστοιχούν προς τα sitzen «είμαι καθισμένος», setzen «καθίζω» (στατικά: δυναμικά) ρήματα της Γερμανικής (πρβλ. και λατ. sedēre, sedāre, αρχ. σλαβ. sěděti, γοτθ. satjan). Τέλος στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και το ρήμα ιδρύω].