δοριπτοίητος

From LSJ
Revision as of 01:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπτοίητος Medium diacritics: δοριπτοίητος Low diacritics: δοριπτοίητος Capitals: ΔΟΡΙΠΤΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: doriptoíētos Transliteration B: doriptoiētos Transliteration C: doriptoiitos Beta Code: doriptoi/htos

English (LSJ)

ον, A scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).

Greek (Liddell-Scott)

δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé d’un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.

Spanish (DGE)

-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).

Greek Monolingual

δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.

Greek Monotonic

δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).

Middle Liddell

δορι-πτοίητος, ον adj πτοιέω
scattered by the spear, Anth.