θεόγονος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, A born of God, divine, E.Or.346.
German (Pape)
[Seite 1195] von Gott geboren, von den Göttern abstammend, Eur. Or. 846; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεόγονος: -ον, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, θεῖος, Εὐρ. Ὀρ. 346.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né d’un dieu, divin ; né de Dieu.
Étymologie: θεός, γίγνομαι.
Greek Monolingual
θεόγονος, -ον (Α)
γεννημένος από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από-γονος, επί-γονος].
Greek Monotonic
θεόγονος: -ον (γίγνομαι), ο γεννημένος από θεό, θεϊκός, ουράνιος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θεόγονος: рожденный богами, божественного происхождения (γάμοι Eur.).