κατακήομεν
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
A v. κατακαίω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακήομεν: ἴδε κατακάω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.
Greek Monotonic
κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.
Russian (Dvoretsky)
κατακήομεν: эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к κατακαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατακήομεν ep. aor. pass. conj. 1 plur. van κατακάω.