κουρεύω

From LSJ
Revision as of 13:04, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεύω Medium diacritics: κουρεύω Low diacritics: κουρεύω Capitals: ΚΟΥΡΕΥΩ
Transliteration A: koureúō Transliteration B: koureuō Transliteration C: koureyo Beta Code: koureu/w

English (LSJ)

only in Pass., A v. κουρεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κουρεύω: (κουρεὺς) ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 229. 65· ― Μέσ., Μαλαλ. 80Β, Εὐστ. Πονημ. 229. 19.

Greek Monolingual

κουρεύω) κουρεύς
1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου
2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις σημασία, μην τον υπολογίζεις
β) «άντε κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως έκφραση αδιαφορίας ή περιφρόνησης
γ) «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε
2. παροιμ. «πιάσ' τ' αβγό και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' αβγό και παίρνει το μαλλί του» — για κάποιον που ματαιοπονεί
μσν.
1. χειροτονώ, δίνω το μοναχικό σχήμα διά της κουράς
2. κουρεύω τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε ένδειξη πένθους
3. τιμωρώ με κόψιμο μαλλιών, διαπομπεύω εξευτελίζω
(η μτχ. παθ. παρακμ.) κουρεμένος, -η, -ον
άθλιος, δυστυχισμένος.