λαχνήεις

From LSJ
Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνήεις Medium diacritics: λαχνήεις Low diacritics: λαχνήεις Capitals: ΛΑΧΝΗΕΙΣ
Transliteration A: lachnḗeis Transliteration B: lachnēeis Transliteration C: lachnieis Beta Code: laxnh/eis

English (LSJ)

Dor. λαχν-άεις, εσσα, εν, contr. λαχν-ῆς Hdn.Gr.2.618:—A woolly, hairy, shaggy, Φῆρες Il.2.743; στήθεα 18.415; στέρνα Pi.P.1.19; συὸς δέρμα Il.9.548; λ. ὄροφος downy, soft thatch, 24.451.

German (Pape)

[Seite 20] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.

Greek (Liddell-Scott)

λαχνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, πλήρης ἐρίων, τριχωτός, «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων κόμης, ὄροφος γὰρ εἶδος καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert de poil ou de duvet, chevelu.
Étymologie: λάχνη.

English (Autenrieth)

hairy, shaggy. (Il.)

Greek Monolingual

λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, -εσσα, -εν (Α) λάχνη
1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.)
2. χνουδωτός, απαλός.

Greek Monotonic

λαχνήεις: Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, τριχωτός, μαλλιαρός, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

λαχνήεις: ήεσσα, ήεν, дор. λαχνάεις, άεσσα, άεν
1) косматый (Φῆρες Hom.);
2) покрытый волосами, волосатый (στήθεα Hom.; στέρνα Pind.);
3) щетинистый (δέρμα συός Hom.);
4) мохнатый, пушистый (ὄροφος Hom.).

Middle Liddell

λαχνήεις, δοριξ -άεις, εσσα, εν [from λάχνη
hairy, shaggy, Il., Pind.