μεταλλευτής

From LSJ
Revision as of 15:17, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλευτής Medium diacritics: μεταλλευτής Low diacritics: μεταλλευτής Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΗΣ
Transliteration A: metalleutḗs Transliteration B: metalleutēs Transliteration C: metalleftis Beta Code: metalleuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who searches for metals or water, miner, Str.9.2.18, 15.1.30, Man.4.259. 2 metallurgist, Procl.Par.Ptol.250 (pl.).

German (Pape)

[Seite 149] ὁ, der nach Metallen und andern Fossilien, auch Wasser unter der Erde sucht, der Bergmann, Minirer, Strab. IX, 407 u. a. Sp., wie Man. 4, 259; – μεταλλευτὴς λίθων, Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀναζητῶν μέταλλα ἢ ὕδωρ, μεταλλουργός, Στράβ. 407, 700· ― Ποιητ. μεταλλευτήρ, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασ. 621.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
mineur.
Étymologie: μεταλλεύω.

Greek Monolingual

ο (Α μεταλλευτής) μεταλλεύω
αυτός που αναζητεί και εξορύσσει μετάλλευμα, μεταλλωρύχος
αρχ.
μεταλλουργικός.

Greek Monotonic

μεταλλευτής: -οῦ, ὁ, κάποιος που ψάχνει για μέταλλα, μεταλλωρύχος, σε Στράβ.

Middle Liddell

μεταλλευτής, οῦ, ὁ,
one who searches for metals, a miner, Strab. [from μεταλλεύω