μετεώρισμα

From LSJ
Revision as of 15:22, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεώρισμα Medium diacritics: μετεώρισμα Low diacritics: μετεώρισμα Capitals: ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΑ
Transliteration A: meteṓrisma Transliteration B: meteōrisma Transliteration C: meteorisma Beta Code: metew/risma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq.11.2, Metrod.Herc.831.5 (pl.). II gloss on φρύαγμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 159] τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μετεώρισμα) μετεωρίζω
νεοελλ.
μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση
μσν.
1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
μσν.-αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.