πανάγαθος

From LSJ
Revision as of 19:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανάγᾰθος Medium diacritics: πανάγαθος Low diacritics: πανάγαθος Capitals: ΠΑΝΑΓΑΘΟΣ
Transliteration A: panágathos Transliteration B: panagathos Transliteration C: panagathos Beta Code: pana/gaqos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον, also η, ον, A absolutely good, Cratin.434, Pl.Ep.354e, Simp.in Epict.p.76 D.

German (Pape)

[Seite 455] auch 3 Endgn, Cratin. bei Poll. 6, 163, ganz, vollkommen gut, Plat. epist. VIII, 354 e u. Sp. Vgl. πανάριστος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάγᾰθος: -ον, καὶ η, ον, ὡς καὶ νῦν, ὅλως ἀγαθός, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 114, Πλάτ. Ἐπιστ. 354Ε. - πᾰνᾰγᾰθία, ἡ, τελεία ἀγαθότης, Θεάγης παρὰ Στοβ. 8. 57.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ πανάγαθος, -ον, Α θηλ. και -η)
αγαθός σε υπέρτατο βαθμό, γεμάτος καλοσύνη
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. και ως κύριο όν.) προσωνυμία του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀγαθός.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνάγᾰθος: (ᾰγ) отличный, превосходный Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανάγαθος -ον [πᾶς, ἀγαθός] helemaal goed.