πειστήρ

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειστήρ Medium diacritics: πειστήρ Low diacritics: πειστήρ Capitals: ΠΕΙΣΤΗΡ
Transliteration A: peistḗr Transliteration B: peistēr Transliteration C: peistir Beta Code: peisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (πείθομαι) A one who obeys, Suid.

German (Pape)

[Seite 547] ῆρος, ὁ, der Überreder? – der Gehorchende, Unterthan, Sp. – Auch = πεῖσμα, Tau, Strick, zw. L. bei Theocr. 21, 58.

Greek (Liddell-Scott)

πειστήρ: -ῆρος, ὁ, (πείθομαι) κατὰ τὸν Σουΐδ. = ὁ ὑπήκοος, δηλ. ὁ πειθόμενος καὶ ὑπακούων. ΙΙ. = πεῖσμα, καλῴδιον, σχοινίον, ἀμφίβολ. γραφὴ παρὰ Θεοκρ. 21. 58.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qqn qui obéit SUID.
Étymologie: πείθω.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπήκοος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείθω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κολασ-τήρ)].
(II)
ὁ, Α
σχοινί, καραβόσκοινο, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πείσμα (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πειστήρ: -ῆρος, ὁ = πεῖσμα, σχοινί, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πειστήρ: ῆρος ὁ Theocr. v. l. = πεῖσμα 1.

Middle Liddell

πειστήρ, ῆρος, ὁ, = πεῖσμα
a rope, Theocr.