προσφωνηματικός

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφωνημᾰτικός Medium diacritics: προσφωνηματικός Low diacritics: προσφωνηματικός Capitals: ΠΡΟΣΦΩΝΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosphōnēmatikós Transliteration B: prosphōnēmatikos Transliteration C: prosfonimatikos Beta Code: prosfwnhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A usual in addressing, λόγος π. a public oration or address, D.H.Rh.5 tit., cf. Sch.E.Hec.299.

German (Pape)

[Seite 787] ή, όν, zurufend, bei einer Anrede schicklich, gewöhnlich, Sp., bes. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

προσφωνηματικός: -ή, -όν, οὗ γίνεται χρῆσις ἐν προσφωνήσει, λόγος πρ., ὃν προσφωνεῖ τις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ προσφώνημα, -ατος]
αυτός του οποίου γίνεται χρήση κατά την προσφώνηση.