σκληρογνώμων
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A hard-hearted, Sch.Hes.Op. 146 (Moschop.).
German (Pape)
[Seite 900] hartes, starres Sinnes, Moschop.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρογνώμων: -ον, σκληροκάρδιος, Μοσχόπ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 146· ― οὐσιαστ. σκληρογνωμοσύνη, ἡ, Βυζ.
Greek Monolingual
-όγνωμον, Μ
σκληρόκαρδος, άσπλαγχνος, άκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων.