συμπότης

From LSJ
Revision as of 10:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπότης Medium diacritics: συμπότης Low diacritics: συμπότης Capitals: ΣΥΜΠΟΤΗΣ
Transliteration A: sympótēs Transliteration B: sympotēs Transliteration C: sympotis Beta Code: sumpo/ths

English (LSJ)

ου, ο, A fellow-drinker, boon-companion, Pi.O.1.61, Hdt. 2.78,173, E.Alc.343, Ar.Ach.1135, Antipho 2.1.4, Pl.Prt.347d, etc.

German (Pape)

[Seite 989] ὁ, Mittrinker, Theilnehmer am Trinkgelage, Gast; ἁλίκεσσι συμπόταις, Pind. Ol. 1, 61; συμπόταισιν ὁμιλεῖν, P. 6, 53; Ar. Lys. 1227; Eur. Alc. 344; Plat. Conv. 213 b u. öfter; Antiph. 2 α 4.

Greek (Liddell-Scott)

συμπότης: -ου, ὁ, ὁ ὁμοῦ πίνων, σύντροφος ἐν πότῳ, Ἡρόδ. 2. 78, 173, Πινδ. Ο. 1. 99, Εὐρ. Ἄλκ. 343, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1135, Ἀντιφῶν 115. 18, Πλάτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
convive.
Étymologie: συμπίνω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συμπότρια και συμπότις, ΝΜΑ
αυτός που πίνει συντροφιά με άλλον, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. οἰνο-πότης.

Greek Monotonic

συμπότης: -ου, ὁ (συμπίνω), αυτός που πίνει μαζί με άλλους, σύντροφος στο ποτό, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συμπότης: ου ὁ собутыльник, участник попойки или сотрапезник Pind., Her., Eur., Arph., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπότης -ου, ὁ [συμπόσιον] deelnemer aan een symposium, gast.

Middle Liddell

συμπότης, ου, ὁ, συμπίνω
a fellow-drinker, boon-companion, Hdt., Eur.

English (Woodhouse)

boon-companion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)