χρυσότευκτος

From LSJ
Revision as of 16:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσότευκτος Medium diacritics: χρυσότευκτος Low diacritics: χρυσότευκτος Capitals: ΧΡΥΣΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: chrysóteuktos Transliteration B: chrysoteuktos Transliteration C: chrysotefktos Beta Code: xruso/teuktos

English (LSJ)

ον, A wrought of gold, A.Th.660, Fr.184, E.Ph.220 (lyr.), Eub.20.4, dub. in E.Med.984 (lyr., fort. legit Sch.).

German (Pape)

[Seite 1382] von Gold gemacht, bereitet; Aesch. γράμματα, Sept. 642; ἀγάλματα Eur. Phoen. 228.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσότευκτος: -ον, εἰργασμένος, κατασκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 660, Ἀποσπ. 184, Εὐρ. Φοίν. 220, Εὔβουλ. ἐν «Γλαύκῳ» 2· κατὰ διόρθωσιν ἀντὶ χρυσεότευκτος ἐν Εὐρ. Μηδ. 984.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué en or, fait d’or.
Étymologie: χρυσός, τεύχω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και χρυσεότευκτος Α
κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ.
β. «χρυσότευκτα γράμματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκό-τευκτος].

Greek Monotonic

χρῡσότευκτος: -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσότευκτος: сделанный из золота, золотой (γράμματα Aesch.; ἀγάλματα, στέφανος Eur.).

Middle Liddell

χρῡσό-τευκτος, ον,
wrought of gold, Aesch., Eur.