ἀμφιπέλομαι

From LSJ
Revision as of 17:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπέλομαι Medium diacritics: ἀμφιπέλομαι Low diacritics: αμφιπέλομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΕΛΟΜΑΙ
Transliteration A: amphipélomai Transliteration B: amphipelomai Transliteration C: amfipelomai Beta Code: a)mfipe/lomai

English (LSJ)

A hover, float around, of music, ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται Od.1.352; encompass, Sammelb.5829.16.

German (Pape)

[Seite 141] (s. πέλομαι), umgeben, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, vom Gesange, der die Zuhörer umtönt, Od. 1, 352.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπέλομαι: ἀποθ. ὑπάρχω, εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
se trouver ou flotter autour de, τινι.
Étymologie: ἀμφί, πέλομαι.

English (Autenrieth)

be about one, ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, the newest song to ‘meet their ears,’ Od. 1.352†. Cf. ἀμφιέρχομαι.

Spanish (DGE)

encontrarse alrededor, rodear (ἀοιδή) ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται (el canto) que resulte más nuevo a quienes lo escuchan, Od.1.352, ἀμφιπέλοιτο κόνις SB 5829.16.

Greek Monolingual

ἀμφιπέλομαι (Α)
(για μουσική)
περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»].

Greek Monotonic

ἀμφιπέλομαι: αποθ., λέγεται για μουσική, ηχώ τριγύρω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπέλομαι: носиться вокруг, кружиться (τινι Hom.).

Middle Liddell


Dep. to float around, of music, Od.