ἀνθράκιον

From LSJ
Revision as of 18:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκιον Medium diacritics: ἀνθράκιον Low diacritics: ανθράκιον Capitals: ΑΝΘΡΑΚΙΟΝ
Transliteration A: anthrákion Transliteration B: anthrakion Transliteration C: anthrakion Beta Code: a)nqra/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄνθραξ, a stone of which mirrors were made, Thphr.Lap.33. II Dim. of ἄνθραξ 11.1, IG11.161B82 (Delos, iii B.C.); of ἄνθραξ 11.2, Cass.Fel.22. III brazier, Alex.134.

German (Pape)

[Seite 233] τό, dim. von ἄνθραξ, kleine Kohle, kleiner Karfunkel. – Kohlenpfanne, Alex. Poll. 10, 100; B. A. 404.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθράκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄνθραξ, εἶδος μέλανος λίθου, «τὸ ἀνθράκιον, τὸ ἐξ Ὀρχομενοῦ τῆς Ἀρκαδίας· ἔστι δὲ οὖτος μελάντερος τοῦ Χίου· κάτοπτρα δ’ ἐξ αὐτοῦ ποιοῦσι» Θεοφρ. Λιθ. 33. ΙΙ. πύραυνος (μαγκάλι) ἐπὶ μικροῦ τρίποδος, Ἄλεξ. ἐν «Λημνίᾳ» 1· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀνθρακιά.

Spanish (DGE)

-ου, τό
I 1prob. obsidiana piedra de la que se hacen espejos, Thphr.Lap.33.
2 granate, IG 11(2).161B.82 (Delos III a.C.), Hsch.
II ántrax, carbunclo Cass.Fel.22.
III 1caldero Alex.134.
2 trébede y hornillo Hsch.

Greek Monolingual

το (Α ἀνθράκιον)
το καρ βουνάκι
νεοελλ.
1. λεπτή σκόνη από κάρβουνο που χρησιμοποιείται σαν χρώμα
2. ορυκτό πυριτικό
αρχ.
1. είδος μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες
2. είδος πολύτιμου λίθου
3. εξάνθημα, σπυρί (από την ασθένεια «άνθραξ» ή, σύμφωνα με άλλη γνώμη, από ευλογιά)
4. μαγκάλι.