ἀπαλλοτρίωσις Search Google

From LSJ
Revision as of 20:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

εως, ἡ, A alienation, λέγω ἀπαλλοτρίωσιν δόσιν καὶ πρᾶσιν Arist.Rh.1361a22, cf. CIG3281 (Smyrna). 2 estrangement, γονέων Vett. Val.2.37 (pl.); φιλτάτων Gal.19.181.

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, die Veräußerung, Arist. rhet. 1, 5 erkl. δόσις καὶ πρᾶσις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλοτρίωσις: ἡ, δόσις, πώλησις, λέγω δὲ ἀπαλλοτρίωσιν δόσιν καί πρᾶσιν Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 7, πρβλ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 3281.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 aliénation (d’une propriété, d’un objet);
2 action de devenir étranger à, gén..
Étymologie: ἀπαλλοτριόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 enajenación λέγω ἀπαλλοτρίωσιν δόσιν καὶ πρᾶσιν llamo enajenación a la donación y la venta Arist.Rh.1361a22.
2 separación γονέων Vett.Val.2.37, φιλτάτων Gal.19.181
abominación τῆς πορνείας σου LXX Ie.13.27.

Greek Monotonic

ἀπαλλοτρίωσις: -εως, ἡ, αποξένωση, πώληση, παραχώρηση προς πώληση, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαλλοτρίωσις: εως ἡ отчуждение, передача (другому) Arst.

Middle Liddell

[from ἀπαλλοτριόω
alienation, Arist.