ἐνοικίδιος

From LSJ
Revision as of 08:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοικίδιος Medium diacritics: ἐνοικίδιος Low diacritics: ενοικίδιος Capitals: ΕΝΟΙΚΙΔΙΟΣ
Transliteration A: enoikídios Transliteration B: enoikidios Transliteration C: enoikidios Beta Code: e)noiki/dios

English (LSJ)

ον, or α, ον, A domestic, ὄρνιθες Poll.10.156.

German (Pape)

[Seite 849] im Hause befindlich; σκεύη, Hausgeräth, Clem. Al.; ὄρνιθες, Hausvögel, Poll. 10, 156.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοικίδιος: -ον, ἢ α, ον, (οἰκία) ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, κατοικίδιος, οἰκιακός, Κλήμ. Ἀλ. 189, Πολυδ. Ι΄, 156.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 doméstico ὄρνιθες Poll.10.156, Porph.Abst.4.16, cf. Sch.Pi.O.12.20, σκεύη Clem.Al.Paed.2.3.37.
2 ref. a divinidades doméstico, de la casa τοῖς ἐνοικιδίοις θεοῖς Διὶ Κτησίῳ καὶ Τύχῃ καὶ Ἀσκληπιῷ IStratonikeia 283.8 (Panamara II/III d.C.), cf. 217.4 (Panamara II d.C.), Milet 6(3).1312 (II/III d.C.).

Greek Monolingual

ἐνοικίδιος, -ον και ἐνοικίδιος, -ία, -ον (AM) οικίδιος
αυτός που βρίσκεται μέσα στην οικία, οικιακός, κατοικίδιος.