ἐπεισκωμάζω

From LSJ
Revision as of 09:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισκωμάζω Medium diacritics: ἐπεισκωμάζω Low diacritics: επεισκωμάζω Capitals: ΕΠΕΙΣΚΩΜΑΖΩ
Transliteration A: epeiskōmázō Transliteration B: epeiskōmazō Transliteration C: epeiskomazo Beta Code: e)peiskwma/zw

English (LSJ)

A rush in like disorderly revellers, Pl.R.500b; of tyrants, Stoic. 3.191: Metaph. of arguments, Pl.Tht.184a, cf. Luc.Pseudol.11: c. acc., Σωφροσύνην καὶ Ἐγκράτειαν -εκώμασαν (nisi leg. -εκόμισαν) Aristox.Fr.Hist.15: c. dat., make an inroad upon, Κελτοὶ ἐ. τῇ Ἑλλάδι Aristid.Or.22 (19).8.

German (Pape)

[Seite 912] dazu hineinschwärmen, eigtl. vom bacchischen Chor mit Musik u. Tanz, übh. auf freche Weise sich eindrängen, οἱ ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότες Plat. Rep. VI, 500 d; ὑπὸ τῶν ἐπεισκωμαζόντων λόγων Theaet. 184 a; vgl. Luc. Pseudol. 11; πόλεμος ἐπεισκωμάζει, bricht herein, Aristid. – Die transitive Bdtg »noch dazu einführen«, Polyarch. bei Ath. XII, 546 c, ist zweifelhaft, wahrscheinlich ist ἐπεισκομίζω zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισκωμάζω: εἰσορμῶ που ὡς οἱ κωμάζοντες, Πλάτ. Πολ. 500Β· μεταφ., ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτήτῳ 184, πρβλ, Λουκ. Ψευδολογιστ. 11.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεισεκώμασα, pf. ἐπεισκεκώμακα;
faire irruption comme des libertins en partie de débauche.
Étymologie: ἐπί, εἰσκωμάζω.

Greek Monolingual

ἐπεισκωμάζω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά σαν να μετέχω σε κώμο («αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», Πλάτ.)
2. κάνω επιδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκωμάζω «πανηγυρίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά»].

Greek Monotonic

ἐπεισκωμάζω: μέλ. —σω, ορμώ με φόρα όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισκωμάζω: (pf. ἐπεισκεκώμακα) (шумно, подобно толпе гуляк) вторгаться, врываться (ἔξωθεν Plat.; τισὶ ἀπό τινος Luc.; τοῖς συμποσίοις Plut.).

Middle Liddell

fut. σω
to rush in like revellers, Plat.