ὁμόθυμος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 334] einmüthig, einig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθῡμος: ὁμόψυχος, ὁμόφρων, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est du même avis.
Étymologie: de ὁμός, θυμός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόθυμος, -ον)
ομόγνωμος, ομόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων.
επίρρ...
ομοθύμως και ομόθυμα (Α ὁμοθύμως)
με ομοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θυμός (πρβλ. κακό-θυμος)].