ἀποβάτης
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ου, ὁ, A one that dismounts; but in usage, one who rode several horses leaping from one to the other, ἀποβάτην ἀγωνίσασθαι Plu.Phoc.20, cf. IG2.966,al., D.H.7.73, AB198,426, EM124.31, Suid.
German (Pape)
[Seite 297] ὁ, der Absteiger; der im Wettkampf von dem Pferde od. Wagen herab- u. wieder hinaufspringt (B. A. 426 ἀποβάτης ἱππικόν τι ἀγώνισμα, vgl. 198; Titel von Komödien des Alexis u. Diphil.), dah. ἀποβάτην ἀγωνίσασθαι Plut. Phoc. 20; vgl. die Beschreibung bei Dion. Hal. 7, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, «καταβάτης· ὁ ἀπὸ τοῦ ἅρματος ἀποβάτης» Ἡσύχ. ― Ἱππικόν τι ἀγώνισμα «ἐν ᾧ οἱ ἔμπειροι τοῦ ἐλαύνειν ἅμα θεόντων τῶν ἵππων ἀνέβαινον διὰ τοῦ τροχοῦ ἐπὶ τὸν δίφρον καὶ πάλιν κατέβαινον ἀπταίστως· καὶ ἦν τὸ ἀγώνισμα πεζοῦ ἅμα καὶ ἱππέως, καλεῖται δὲ καὶ ἀποβατικὸς ὁ ἡνίοχος ὁ εἰς τοῦτο τὸ ἀγώνισμα ἐπιτήδειος» Ἐτυμ. Μεγ. 124, 31, Φώκῳ δὲ τῷ υἱῷ βουλολομένῳ ἀγωνίσασθαι Παναθηναίοις ἀποβάτην ἐφῆκεν [ὁ Φωκίων] Πλουτ. Φωκ. 20 ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ. ― «ὅταν γὰρ τέλος αἱ τῶν ἵππων ἅμιλλαι λάβωνται, ἀποπηδῶντες ἀπὸ τῶν ἁρμάτων οἱ παροχούμενοι τοῖς ἡνιόχοις, οὓς οἱ ποιηταὶ μὲν παραβάτας, Ἀθηναῖοι δὲ καλοῦσιν ἀποβάτας, τὸν σταδιαῖον ἁμιλλῶνται δρόμον αὐτοὶ πρὸς ἀλλήλους» Διον. Ἁλ. Ρωμ. Ἀρχ. 7. 73, μνημονεύει τοῦ ἀγῶνος τούτου καὶ Ἐρατοσθένης (καταστερ. 13), ἴδε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 431 κέξ., καὶ Ἁρποκρ. ἐν λέξ., πρβλ. καὶ Α. Β. 198, 11, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
écuyer faisant des exercices de voltige.
Étymologie: ἀποβαίνω.
Spanish (DGE)
-ον, ὁ
apóbata, corredor que hacia el final de la carrera salta del carro y compite a pie un estadio IG 22.2314.35, D.H.7.73, ἀγωνίσασθαι ... ἀποβάτην Plu.Phoc.20, como tít. de comedia de Alexis, Ath.638c (= Alexis 19), de Dífilo AB 101 (= Diph.15.16), cf. AB 426, EM 124.31G., Sud.
Greek Monolingual
ἀποβάτης, ο αποβαίνω
1. αυτός που αφιππεύει
2. αυτός που ιππεύει πολλά άλογα πηδώντας με άλμα από το ένα στο άλλο.
Greek Monotonic
ἀποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀποβαίνω), αυτός που ίππευε πολλά άλογα πηδώντας επιδέξια από το ένα άρμα στο άλλο κατά τη διάρκεια ιππικού αγωνίσματος, Λατ. desultor, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβάτης: ου ὁ апобат, вольтижер (наездник, перескакивающий на полном ходу с одной колесницы на другую) Plut.
Middle Liddell
ἀποβαίνω
one who rode several horses leaping from one to the other, Lat. desultor, Plut.