συναίρεμα

From LSJ
Revision as of 12:54, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναίρεμα Medium diacritics: συναίρεμα Low diacritics: συναίρεμα Capitals: ΣΥΝΑΙΡΕΜΑ
Transliteration A: synaírema Transliteration B: synairema Transliteration C: synairema Beta Code: sunai/rema

English (LSJ)

ατος, τό, A aggregate, sum, μονάδων Olymp. in Phlb. p.284 S., cf. Dam.Pr.4; total, πυροῦ, σιτικῶν, PTeb.340.5 (iii A.D.), Wessely Karanis p.11, cf. BGU1626 (iii A.D.), PFlor.35.12 (prob. l., v.Arch.Pap.4.430 (ii A.D.)); also συναίρη( μα) θησαυροῦ Ostr.Bodl. iii 157 (ii A.D.). II = συναίρεσις (contraction, synaeresis) 4, Eust.1447.52.

German (Pape)

[Seite 997] τό, Zusammenziehung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

συναίρεμα: τό, ἕνωσις, ὅτι οὐ τὸ συναίρεμα τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία ἀρχὴ Ὀλυμπιόδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. 162. ΙΙ. συναίρεσις ΙΙ, Εὐστ. 1447, 52.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, και συναίρημα Α συναιρῶ
γραμμ. συναίρεση
αρχ.
1. άθροισμα, ένωση («ὅτι οὐ τὸ συναίρεμα τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία ἀρχή», Ολυμπ.)
2. σύνολο.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, και συναίρημα Α συναιρῶ
γραμμ. συναίρεση
αρχ.
1. άθροισμα, ένωση («ὅτι οὐ τὸ συναίρεμα τῶν τριῶν μονάδων ἔστιν ἡ μία ἀρχή», Ολυμπ.)
2. σύνολο.