κλιβανίτης

From LSJ
Revision as of 10:51, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλιβανίτης Medium diacritics: κλιβανίτης Low diacritics: κλιβανίτης Capitals: ΚΛΙΒΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: klibanítēs Transliteration B: klibanitēs Transliteration C: klivanitis Beta Code: klibani/ths

English (LSJ)

v. κριβανίτης.

German (Pape)

[Seite 1452] ἄρτος, ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. κριβανίτης.

Greek Monolingual

κλιβανίτης και κριβανίτης, ὁ (Α)
1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός
2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ερημ-ίτης, στεφαν-ίτης)].

Greek Monotonic

κλῑβᾰνίτης: κλίβᾰνος, βλ. κριβαν-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλιβανίτης -ου [κλίβανος] uit de oven:. ἄρτοι κλιβανῖται in de oven gebakken broden Hp. Vict. 42.