προεπίδεσμος
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
ὁ, A band or ligature put on at first, Gal.18(2).746 (nisi leg. προσεπίδεσμος).
German (Pape)
[Seite 721] ὁ, vorher aufgelegter Verband, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
προεπίδεσμος: ὁ, ἐπίδεσμος ἐπιτιθέμενος κατὰ πρῶτον, Γαλην. τ. 12, σ. 45.
Greek Monolingual
ὁ, Α
προσωρινός επίδεσμος.