ἔνθαπερ

From LSJ
Revision as of 18:50, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθᾰπερ Medium diacritics: ἔνθαπερ Low diacritics: ένθαπερ Capitals: ΕΝΘΑΠΕΡ
Transliteration A: énthaper Transliteration B: enthaper Transliteration C: enthaper Beta Code: e)/nqaper

English (LSJ)

Adv. A there where, where, stronger form of ἔνθα, Il.13.524, Hdt.1.14, Th.6.32, X.Lac.5.7,al.; to the place where, S.El.1495, Ph. 515 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 841] da wo, Soph. El. 1487; wohin, Phil. 511; Her. 1, 14 u. A., bes. Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθαπερ: Ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἔνθα Ἰλ. Ν. 524, Ἡρόδ. 1. 14, Τραγ. κλ., ἐκεῖ ὅπου, ἔνθα περ ἐπιμέμονεν (ἐξυπακ. πορεύεσθαι) Σοφ. Φιλ. 515.

French (Bailly abrégé)

adv. relat.
là précisément où, où.
Étymologie: ἔνθα, -περ.

Spanish (DGE)

(ἔνθᾰπερ)
• Morfología: frec. divissim en edd., v. ἔνθα
adv. relat.
1 allí mismo donde, donde c. verb. de reposo οὐκ ἔ. ἐδείπνουν καταμενοῦσι X.Lac.5.7, cf. An.4.8.25, D.L.4.8, τῇ τε ῥωγμῇ καὶ φλάσιν προσγενέσθαι ἀναγκαῖον ... ἔ. καὶ ἕδρη ἐγένετο καὶ ἡ ῥωγμή a la fractura se añade necesariamente también contusión ... precisamente allí donde se hicieron la hedra y la fractura Hp.VC 7, οἱ μὲν ἐς τὴν Κέρκυραν, ἔ. καὶ τὸ ἄλλο στράτευμα τῶν ξυμμάχων ξυνελέγετο Th.6.32, c. or. nom. pura τί σὺ δεῦρο, ἔ. ἡμεῖς οἱ ἐλεύθεροι; D.L.9.114.
2 hacia el sitio donde, adonde χώρει δ' ἔ. κατέκτανες πατέρα S.El.1495, cf. Ph.515, ἔ. εἰώθατε ἱππεύειν X.Mem.3.3.6.

Greek Monolingual

ἔνθαπερ (Α)
επίρρ.
1. (επιτ. του ένθα) εκεί, όπου ακριβώς («κέεται δέ ὁ θρόνος οὑτος ἔνθαπερ oἱ τοῦ Γύγεω κρητῆρες», Ηρόδ.)
2. προς εκείνο το μέρος όπου («χώρει δ' ἔνθαπερ κατέκτανες πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἔνθαπερ: επίρρ., εκεί όπου, όπου, επιτετ. αντί ἔνθα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· εκεί όπου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνθαπερ: тж. ἔνθα περ adv. relat.
1) где: ἔ. ἄλλοι ἦσαν Hom. где находились (и) другие; ἔ. περ οἱ κρητῆρες Her. (там), где чаши;
2) куда: ἔ. ἐπιμέμονεν πορεύσαιμ᾽ ἄν Soph. я готов отвезти (его), куда он желает.

Middle Liddell


there where, where, stronger form of ἔνθα, Il., etc.: whither, Soph.