εξουσία

From LSJ
Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξουσία)
1. η κυβέρνηση, η άσκηση της αρχής
2. το σύνολο τών αρχόντων
3. άδεια, δικαιοδοσία
4. προνόμιο
5. τάξη τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα Σεραφείμ»)
αρχ.-μσν.
αξίωμα, αρχή
μσν.
1. επικράτεια, διοικητική περιοχή («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῡσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)
2. κυριαρχία, κατοχή
3. (κυριαρχική) δύναμη
4. αφθονία
αρχ.
1. κατάχρηση εξουσίας, αλαζονεία
2. (για ποιητές) ποιητική άδεια
3. αφθονία μέσων («ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», Θουκ.)
4. υπερβολικός πλούτος
5. επιδεικτική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. έξεστι
εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. ουσ- του θηλ. της μετοχής ούσα του ρ. ειμί με επίθημα -ία (πρβλ. ουσία < οντ- (ων, όντ-ος) + -ία)].