Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυρεοειδής

From LSJ
Revision as of 11:12, 31 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρεοειδής Medium diacritics: θυρεοειδής Low diacritics: θυρεοειδής Capitals: ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thyreoeidḗs Transliteration B: thyreoeidēs Transliteration C: thyreoeidis Beta Code: qureoeidh/s

English (LSJ)

ές,
A shield-shaped: χόνδρος θυρεοειδής (male θυροειδής) the thyroid cartilage (in the larynx), Gal.2.839, UP7.11, al.; νῆσος θυρεοειδής Str.17.2.2; θ. τόπος prob. for θυροειδής in Hippiatr.40.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, wie ein großer Schild, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

θῠρεοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα θυρεοῦ, χόνδρος θυρεοειδὴς (κακῶς θυροειδής), ὁ θυρεοειδὴς χόνδρος (τοῦ λάρυγγος), Γαλην. 2. 839.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ θυρεοειδής, -ές)
1. αυτός που έχει σχήμα θυρεού
2. αυτός που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή με τον θυρεοειδή χόνδρο
νεοελλ.
ιατρ. «θυρεοειδής αδένας» — ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού και ο οποίος παίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση του σώματος και στον μεταβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο-ειδής, ωο-ειδής. Ο αδένας πήρε την ονομασία λόγω του σχήματος του. Ως ονομασία του αδένα, η λ. απαντά ως α' συνθετικό αντιδάνειων λ. με τις μορφές θυρ(ο)- (θυρ-αδήν, θυρο-γένη), θυρεο- (θυρεο-ιωδίνη) και θυρεο-ειδ(ο)- (θυρεο-ειδ-εκ-τομή, θυρεο-ειδο-θερα-πεία)].