προθετικός

From LSJ
Revision as of 12:10, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθετικός Medium diacritics: προθετικός Low diacritics: προθετικός Capitals: ΠΡΟΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prothetikós Transliteration B: prothetikos Transliteration C: prothetikos Beta Code: proqetiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (A πρόθεσις ΙΙ) setting before itself, ἡ ἀρετὴ π. [τοῦ τέλους] Arist.MM1190a19; opp. ποιητικός, connected with planning, opp. execution, prob.l. ib.21. II of or for prefixing, π. μόριον preposition, D.H.Amm.2.2; prepositional, σύνδεσμοι Stoic. ap. A.D. Synt.305.24; σύνταεις A.d.l.c.22.

German (Pape)

[Seite 723] ή, όν, zum Vorsetzen gehörig, Sp.; μόριον, die Präposition, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

προθετικός: -ή, -όν, (πρόθεσις ΙΙ) ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν, προορώμενος, τοῦ τέλους Ἀριστ. Μεγάλα Ἠθ. 1. 18, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόταξιν, πρ. μόριον, πρόθεσις, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖ. 2. 2· ὁ μετὰ προθέσεως, σύνταξις Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 326, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προθετικός, -ή, -όν, ΝΑ πρόθεσις / προθετός]
ο σχετικός με την πρόθεση, ως μέρος του λόγου, ή αυτός που χρησιμεύει ως πρόθεση
νεοελλ.
1. αυτός που έχει θέση πρόθεσης
2. ιατρ. α) ο σχετικός με μια πρόθεση, δηλ. με αντικατάσταση οργάνου ή μέλους από μηχάνημα που αναπαράγει τη μορφή του ή και τη λειτουργία του («προθετικά μέλη» — τεχνητά υποκατάστατα ενός μέλους ή τμήματος του σώματος)
β) το θηλ. ως ουσ. η προθετική
κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις προθέσεις («οδοντική προθετική»)
αρχ.
1. αυτός που τίθεται μπροστά
2. αυτός που έχει κάτι μπροστά στα μάτια του
3. ο σχετικός με την πρόθεση, δηλ. με τον προκείμενο σκοπό
4. φρ. «προθετικὸν μόριον» — η πρόθεση.

Russian (Dvoretsky)

προθετικός: устанавливающий, полагающий: π. τοῦ τέλους Arst. целеустремленный.