ῥιγοπύρετος

From LSJ
Revision as of 13:20, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγοπύρετος Medium diacritics: ῥιγοπύρετος Low diacritics: ριγοπύρετος Capitals: ΡΙΓΟΠΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: rhigopýretos Transliteration B: rhigopyretos Transliteration C: rigopyretos Beta Code: r(igopu/retos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, A fever with shivering fits, ague, Gal.19.560,567, Ptol.Tetr.115, Vett.Val.210.5; also ῥῑγο-πύρετον, τό, Phryn.PSp.73B.; Dim. ῥῑγο-τίον, τό, Hsch. s.v. ἠπιόλιον.

German (Pape)

[Seite 842] ὁ, ein Fieber mit heftigem Frostschauer, Hippocr.; bei B. A. 42 τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγοπύρετος: ὁ, πυρετὸς μετὰ ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ ὡσαύτως ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπιόλιον.

Greek Monolingual

ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α
πυρετός που συνοδεύεται από έντονο ρίγος, πυρετικός παροξυσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + πυρετός.