γλαυκειοῦς

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκειοῦς Medium diacritics: γλαυκειοῦς Low diacritics: γλαυκειούς Capitals: ΓΛΑΥΚΕΙΟΥΣ
Transliteration A: glaukeioûs Transliteration B: glaukeious Transliteration C: glafkeioys Beta Code: glaukeiou=s

English (LSJ)

οῦν, A = γλαύκινος, IG2.759 ii 11 (iv B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκειοῦς: ᾶ, οῦν, γλαύκινος, ἔχων χρῶμα γλαυκόν, CIA ΙΙ, 759, Π, 11· πρβλ. βατραχειοῦς, (ᾶ, οῦν), φοινικειοῦς, κλ.

Spanish (DGE)

-οῦν
de color gris azulado χιτωνίσκος IG 22.1523.2.18, cf. 1518.52 (ambas IV a.C.).

Greek Monolingual

γλαυκειοῡς -ᾱ, -οῦν (Α)
αυτός που έχει γλαυκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το ιμάτιο, τον χιτώνα. Για τον σχηματισμό της λ. πρβλ. βατραχειούς, φοινικιούς, επίθετα επίσης δηλωτικά χρωμάτων].