ισοκλινής

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοκλινής, -ές)
αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος
νεοελλ.
1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες συνδέουν όλους τους τόπους ή τα σημεία που έχουν την ίδια μαγνητική έγκλιση)
2. (τοπογρ.) αυτός που παρουσιάζει την ίδια κλίση εδάφους («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές που συνδέουν πάνω στο έδαφος νοητά ή πάνω σε τοπογραφικό χάρτη σημεία διαφορετικού υψομέτρου, που έχουν όμως την ίδια κλίση)
3. μαθ. χαρακτηρισμός που αναφέρεται στον γεωμετρικό τόπο τών σημείων στα οποία τα ολοκληρώματα μιας διαφορικής εξίσωσης πρώτης τάξης έχουν μια δεδομένη κλίση
4. γεωλ. χαρακτηρισμός μιας πτυχής στρωμάτων της οποίας οι δύο πλευρές κλίνουν υπό ίσες γωνίες προς την ίδια κατεύθυνση και ανάλογα με τη θέση του αξονικού επιπέδου μπορεί να είναι κατακόρυφες ή με κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ίσοκλινής< ἰσ(ο)- + -κλινής (< κλίνω). Το νεοελλ. ισοκλινής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isocline < is- (πρβλ. ἰσο-) + -cline (πρβλ. -κλινής)].